- θεώμαι
- (ΑΜ θεῶμαι, -άομαι, Α και ιων. τ. θηέομαι)1. βλέπω με προσοχή, παρακολουθώ προσεχτικά με προσηλωμένο το βλέμμα2. φρ. «πρὸς τὸ θεαθῆναι» — για να βλέπουν οι άλλοι, για επίδειξηαρχ.1. βλέπω με θαυμασμό ή έκπληξη (α. «θηεῡντο μέγα ἔργον», Ομ. Ιλ.β. «λαοὶ δ' αὖ θηεῡντό τε θάμβησάν τε», Ομ. Ιλ.)2. παρακολουθώ θεατρική παράσταση3. παρακολουθώ τα συμβαίνοντα σαν θεατής σε θέατρο, χωρίς να μετέχω σ' αυτά4. βλέπω, εξετάζω με τον νου («θεῶμαι τὸ ἀληθές»)5. (η μτχ. πληθ. ως ουσ.) οἱ θεώμενοια) οι θεατές στο θέατροβ) οι μάρτυρες, οι παρευρισκόμενοι σε μια σκηνή ή σε ένα επεισόδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θέα.ΠΑΡ. θέαμα, θεατής, θεατός, θέατροαρχ.θέασις.ΣΥΝΘ. αρχ. αναθεώμαι, αποθεώμαι, διαθεώμαι, εκθεώμαι, ενθεώμαι, επαναθεώμαι, επιθεώμαι, καταθεώμαι, παραθεώμαι, περιθεώμαι, προθεώμαι, προσεπιθεώμαι, προσθεώμαι, συνθεώμαι].
Dictionary of Greek. 2013.